|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Neu anpassen
- Ελληνικά : Αναπροσαρμόζω, Αναπροσαρμόζω (μισθούς)
- Αγγλικά : Re-adjust (the wages) (to), Readjust (to), Rehabilitate (to), Revalue (to)
- Γαλλικά : Rajuster (les salaires), Réadapter, Réajuster, Revaloriser
Επιστροφή