ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Kinship
Ελληνικά : Συγγενικοί δεσμοί
Γαλλικά : Liens de parenté
Γερμανικά : Relationale Beziehungen
Επιστροφή