ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Légiférer
Ελληνικά : Νομοθετώ
Αγγλικά : Legislate (to)
Γερμανικά : Gesetz erlassen
Επιστροφή