|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Commuter
- Ελληνικά : Άτομο μετακινούμενο καθημερινά με μέσα μαζικής μεταφοράς εκτός πόλεως για να εργαστεί, Κάτοικος προαστίου
- Γαλλικά : Banlieusard, Navetteur
- Γερμανικά : Individuelle abnehmbare täglichen öffentlichen Verkehrsmitteln außerhalb der Stadt zu arbeiten, Vorortenbewohner
Επιστροφή