ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Λαϊκός
Αγγλικά : Civil, Lay
Γαλλικά : Laïque (adj), Séculier(ère) (laïque)
Γερμανικά : Volks-, Volkstuemlich
Επιστροφή