ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Irriguer
Ελληνικά : Αρδεύω
Αγγλικά : Irrigate (to)
Γερμανικά : Bewässern
Επιστροφή