|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Lessor
- Ελληνικά : Εκμισθωτής/τρια, Εκχωρών επ' ενοικίω, Ιδιοκτήτης εκμισθωτής
- Γαλλικά : Bailleur (juridique), Propriétaire bailleur
- Γερμανικά : Leasinggeber, Vermieter / ihr, Vermieter Eigentuemer
Επιστροφή