ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Νησιωτικός
Αγγλικά : Insular
Γαλλικά : Insulaire (adj)
Γερμανικά : Insel-
Επιστροφή