ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Islander
Ελληνικά : Νησιώτης
Γαλλικά : Insulaire
Γερμανικά : Inselbewohner
Επιστροφή