ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Instaurer
Ελληνικά : Εγκαθιδρύω, Θεσπίζω
Αγγλικά : Establish (to), Set up (to)
Γερμανικά : Erlassen, Gründen
Επιστροφή