ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Soundproof (to)
Ελληνικά : Ηχομονώνω
Γαλλικά : Insonoriser
Γερμανικά : Schalllisolieren
Επιστροφή