ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Inoccupé
Ελληνικά : Ακατοίκητο, Κενό
Αγγλικά : Unoccupied, Vacant
Γερμανικά : Leer, Unbewohnt
Επιστροφή