ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Indigents
Ελληνικά : Άποροι
Αγγλικά : Destitute persons
Γερμανικά : Bedürftige
Επιστροφή