ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Implanter (s')
Ελληνικά : Εγκαθίσταμαι, Ριζώνω
Αγγλικά : Establish (to), Set up (to)
Γερμανικά : begleichen, Beziehen, Radicals, Verwurzeln
Επιστροφή