ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Waterproof
Ελληνικά : Αδιάβροχο
Γαλλικά : Imperméable
Γερμανικά : Regenmantel
Επιστροφή