|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Mieten
- Ελληνικά : Εκμισθώνω, Ενοικιάζω, Ενοικίαση, Μίσθωση
- Αγγλικά : Contract (to), lease (to), Lease (to), Let (to), Letting, Rent (to), Renting, Tenancy
- Γαλλικά : Affermer, Donner à bail, Donner en location, Location, Louer
Επιστροφή