ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Illicit
Ελληνικά : Αθέμιτος, Παράνομος
Γαλλικά : Illicite
Γερμανικά : Illegal, Unzulässig
Επιστροφή