ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Fireproof (to)
Ελληνικά : Αλεξίπυρο, Καθιστώ άφλεκτο
Γαλλικά : Ignifuger
Γερμανικά : Feuerfest, Machen nicht brennbar
Επιστροφή