ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Dwell (to)
Ελληνικά : Κατοικώ
Γαλλικά : Habiter
Γερμανικά : Wohnen
Επιστροφή