|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Mangel
- Ελληνικά : Ανεπάρκεια, Έλλειψη, Ένδεια
- Αγγλικά : Dearth, Defect, Destitution, Lack, Rarefaction, Sarcity, Scarcity, Shortage
- Γαλλικά : Défaut, Disette, Indigence, Manque, Pénurie, Raréfaction
Επιστροφή