ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Dwelling
Ελληνικά : Κατάλυμα, Κατοικία, Σπίτι, Στέγη
Γαλλικά : Habitation, Logement, Logis
Γερμανικά : Dach, Haus, Unterkunft, Wohnsitz, Wohnung
Επιστροφή