ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Machen Vermögen
Ελληνικά : Κάνω περιουσία
Αγγλικά : Make one's fortune (to)
Γαλλικά : Faire fortune
Επιστροφή