ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Avoir droit à
Ελληνικά : Δικαιούμαι (επίδομα)
Αγγλικά : Eligible for (to be), Entitled to (to be)
Γερμανικά : Berechtigt (Zuschuss)
Επιστροφή