ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Eligible for (to be)
Ελληνικά : Δικαιούμαι (επίδομα)
Γαλλικά : Avoir droit à
Γερμανικά : Berechtigt (Zuschuss)
Επιστροφή