ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Grossiste
Ελληνικά : Χονδρέμπορος
Αγγλικά : Wholesaler
Γερμανικά : Aufwachsen
Επιστροφή