ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Lawyer
Ελληνικά : Δικηγόρος, Νομικός (πρόσωπο)
Γαλλικά : Avocat/e, Homme de loi, Juriste
Γερμανικά : Anwalt, Jurist, Rechtsanwalt
Επιστροφή