ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Gisement
Ελληνικά : Κοίτασμα
Αγγλικά :
Γερμανικά : Ölvorkommen
Επιστροφή