ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Breeder
Ελληνικά : (αρσενικό) ζώο για αναπαραγωγή, Γενεσιουργός, Δημιουργός
Γαλλικά : Générateur, Reproducteur (animal) (n)
Γερμανικά : (maennlich) tierische Reproduktion, Züchter
Επιστροφή