ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Υγροποιημένο αέριο πετρελαίου (LPG)
Αγγλικά : Liquefied petroleum gas
Γαλλικά : Gaz de pétrole liquéfié
Γερμανικά : flüssiges Erdölgas
Επιστροφή