ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Furnished
Ελληνικά : Επιπλωμένο
Γαλλικά : Garni (chambre, appart), Meublé (adj)
Γερμανικά : Möbliert
Επιστροφή