|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Lagern
- Ελληνικά : Αποθηκεύω, Αποθήκη, Στρατοπέδευση
- Αγγλικά : Camp, encampment, Stock (to), Store (to), Store up (to), Warehouse
- Γαλλικά : Campement, Emmagasiner, Entreposer, Entrepôt, Stocker
Επιστροφή