ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ladenkette
Ελληνικά : Αλυσίδα καταστημάτων
Αγγλικά : Chain store
Γαλλικά : Magasin à succursales multiples (MAS), Société à succursales multiples, Succursales (magasin à)
Επιστροφή