ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Arbeitslos (sein)
Ελληνικά : Είμαι άνεργος
Αγγλικά : Unemployed (to be)
Γαλλικά : Chômer
Επιστροφή