ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Autoriser
Ελληνικά : Εξουσιοδοτώ
Αγγλικά : Grant permission (to)
Γερμανικά : Ermächtigen
Επιστροφή