ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Autonome
Ελληνικά : Ανεξάρτητος, Αυτόνομος
Αγγλικά : Autonomous, Indépendant
Γερμανικά : Autonom, Unabhängig
Επιστροφή