ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Πρόσκαιρος
Αγγλικά :
Γαλλικά : Fugitif (adj) (n)
Γερμανικά : Vorläufig
Επιστροφή