ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Fugitif (adj) (n)
Ελληνικά : Λιποτάκτης, Πρόσκαιρος, Φευγαλέος
Αγγλικά :
Γερμανικά : Deserteur, Flüchtig, Vorläufig
Επιστροφή