|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Kraft
- Ελληνικά : Ακμαιότητα, Γερός, Δύναμη, Δυναμικό (πολέμου), Εξουσία, Ισχύς
- Αγγλικά : Fit, Power, Strength, Vigour, War establishment
- Γαλλικά : Potentiel de guerre, Puissance, Solidité, Valide (personne), Vigueur
Επιστροφή