ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Busy
Ελληνικά : Απασχολημένος, Κατειλημμένος, Πολυσύχναστος
Γαλλικά : Fréquenté, Occupé
Γερμανικά : Beschäftigt, Besetzt, Viel Besucht
Επιστροφή