ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
korrumpierbar
Ελληνικά : Δωροδοκούμενος
Αγγλικά : Corruptible
Γαλλικά : Corruptible
Επιστροφή