ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Konkurrieren
Ελληνικά : Ανταγωνίζομαι
Αγγλικά : Compete with (to)
Γαλλικά : Rivaliser
Επιστροφή