ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Provide (to)
Ελληνικά : Παρέχω, Προμηθεύω
Γαλλικά : Fournir
Γερμανικά : Gewähren, Sich etw beschaffen
Επιστροφή