ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Fouiller (archéol.)
Ελληνικά : Ανασκάπτω, Κάνω ανασκαφές
Αγγλικά : Excavate (to)
Γερμανικά : Ausgraben, Ausgrabungen unternehmen
Επιστροφή