ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
kompetent
Ελληνικά : Αρμόδιος
Αγγλικά : Competent
Γαλλικά : Compétent (adj)
Επιστροφή