ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Fortifier
Ελληνικά : Ενδυναμώνω, Ενισχύω, Οχυρώνω
Αγγλικά : Fortify (to)
Γερμανικά : Befestigen, Unterstützen, verstärken
Επιστροφή