ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Kleiden
Ελληνικά : Ντύνω
Αγγλικά : Dress (to)
Γαλλικά : Vêtir
Επιστροφή