ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Θεμελιώνω
Αγγλικά : Found (to), Start up (to)
Γαλλικά : Fonder
Γερμανικά : Boden auf, Gründen
Επιστροφή