ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Θεμελιωμένος
Αγγλικά : Grounded
Γαλλικά : Fondé
Γερμανικά : begründet
Επιστροφή