ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Kandidieren
Ελληνικά : Θέτω υποψηφιότητα, Υποβάλλω υποψηφιότητα
Αγγλικά : Apply (to), Stand as a candidate (to)
Γαλλικά : Présenter aux élections (se), Présenter sa candidature
Επιστροφή