ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Woman (women)
Ελληνικά : Γυναίκα (Γυναίκες)
Γαλλικά : Femme(s)
Γερμανικά : Frau (Frauen)
Επιστροφή